κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
δόρπον, εἶδαρ, βρῶμα, τροφή, τροφά, ἐδανόν, ἔδεσμα, χόρτασμα, χόρτος, ἐδωδή, βορά, προσφόρημα, ἐδεστά, σῖτος, γαστήρ