осмотрительный
From LSJ
Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch
Russian > Greek
περιεσκεμμένος, ἀσφαλής, ἀμφοτερόβλεπτος, προμηθής, προμαθής, εὐλαβής, εὐλαβητικός, πρόνοος, πρόνους, προνοητικός, πρόσκοπος, προμηθεύς, προμαθεύς, φραδής