ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh
ἀστείως, τεχνικῶς, χαριέντως, εὐστόχως, δριμέως, ἀγχίνως, κομψῶς, πυκινῶς