помимо

From LSJ

σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται → faint and shadowy traces remain, small vestiges remain

Source

Russian > Greek

παρά, ἀντί, ἐκτός, ἄνευ, χωρίς, παρέκ, πάρεξ, ἄτερ, πλήν, πλάν, δίχα, παρέκ