принуждать
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
Russian > Greek
καταστρέφω, προτρέπω, κατακλείω, κελεύω, παραβιάζομαι, ἐκπλήσσω, ἐκπλήττω, κατείργω, κατέργω, κατείργνυμι, πεδάω, ἐξείργω, ἐξέργω, ἐπαναγκάζω, παρευθύνω, προσβιάζομαι, ἀναγκάζω, καταναγκάζω, προσαναγκάζω, διαναγκάζω, εἰσαναγκάζω, ἐκβιάζω, ἐξαναγκάζω, διαβιάζομαι, κατεπείγω, βιάζω, συγκλείω