смертоносный
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Russian > Greek
ἀνδροφθόρος, αἱματηφόρος, ὠκύμορος, δυσθάνατος, θανάσιμος, σφάγιος, διασφακτήρ, θανατηφόρος, ἀνδροδάϊκτος, ἀνδροφόνος
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
ἀνδροφθόρος, αἱματηφόρος, ὠκύμορος, δυσθάνατος, θανάσιμος, σφάγιος, διασφακτήρ, θανατηφόρος, ἀνδροδάϊκτος, ἀνδροφόνος