судоходный
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
Russian > Greek
πλώϊμος, προσπλωτός, ναυσίπορος, πλωτός, πλώσιμος, ναυσιπέρατος, νηυσιπέρητος