πλώσιμος
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
English (LSJ)
πλώσιμον, navigable, πέλαγος S.OC663.
German (Pape)
[Seite 639] = πλώϊμος; Soph. O. C. 669; Diogen. 6, 78.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. πλώϊμος.
Étymologie: πλώω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλώσιμος -ον [~ πλώιμος] bevaarbaar.
Russian (Dvoretsky)
πλώσῐμος: удобный для плавания, судоходный (πέλαγος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
πλώσιμος: ἴδε πλώιμος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που μπορεί κανείς να τον διαπλεύσει, πλεύσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλωσ- του πλώω (πρβλ. πλώσομαι) + κατάλ. -ιμος (πρβλ. πλεύσιμος)].
Greek Monotonic
πλώσιμος: -ον (πλώω), κατάλληλος προς πλεύση, πέλαγος, σε Σοφ.
Middle Liddell
πλώσιμος, ον, πλώω
navigable, πέλαγος Soph.