ядовитый
From LSJ
φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone
Russian > Greek
δηλητήριος, διαφθαρτικός, λυγρός, ἰοβόλος, θανάσιμος, ἰομιγής, τοξικός
φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone
δηλητήριος, διαφθαρτικός, λυγρός, ἰοβόλος, θανάσιμος, ἰομιγής, τοξικός