ядовитый
From LSJ
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
Russian > Greek
δηλητήριος, διαφθαρτικός, λυγρός, ἰοβόλος, θανάσιμος, ἰομιγής, τοξικός
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
δηλητήριος, διαφθαρτικός, λυγρός, ἰοβόλος, θανάσιμος, ἰομιγής, τοξικός