ἀγάλακτες
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
German (Pape)
[Seite 7] VLL. ὁμογάλακτες, ὁμογενεῖς.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγάλακτες: ὁμογάλακτες, ὁμογενεῖς, Ἀρχ. λεξ.
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
[Seite 7] VLL. ὁμογάλακτες, ὁμογενεῖς.
ἀγάλακτες: ὁμογάλακτες, ὁμογενεῖς, Ἀρχ. λεξ.