ἀγριομαλάχη
From LSJ
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
English (LSJ)
ἡ, = ἀλθαία, Sch.Nic.Th.89.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): -μολόχη Gloss.Bot.Gr.341.4, 367.13
bot. malva silvestre Sch.Nic.Th.89a, Gloss.Bot.Gr.362.14, ll.cc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγριομαλάχη: ἡ, ἀγρία μαλάχη, «ἀγριομολόχα», Σχολ. Νικ. Θ. 89.
German (Pape)
wilde μαλάχη.