ἀγριοσυκῆ
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
ἡ, wild fig, Horap.2.77.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): tb. -έα Horap.2.77
bot. higuera silvestre, cabrahigo, Ficus carica L. var. caprificus, (ταῦρος) ὅταν ὀργᾷ, δεσμεῖται ἀγριοσυκῇ καὶ ἡμεροῦται Horap.2.77, ἐρίνεος· ὁ τῆς ἀγριοσυκῆς καρπός Phlp.Dif.Accent.C ε 22, cf. Hippiatr.89.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγριοσῡκῆ: ἡ ἀγρία συκῆ, Ὡραπόλλ.-σύκιον, τό, ὁ καρπός, Α.Β. 1097.