ἀκαμής

From LSJ

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαμής: -ές, ἀκάματος, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 324.

Spanish (DGE)

-ές no cultivado γῆ Luc.Prom.14 (ap.crít.).

Russian (Dvoretsky)

ἀκᾰμής: необработанный (γῆ Luc.).

German (Pape)

ές, = ἀκάματος, Schol. Aesch. Prom. 324.