ἀκατανάγκαστος

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατανάγκαστος Medium diacritics: ἀκατανάγκαστος Low diacritics: ακατανάγκαστος Capitals: ΑΚΑΤΑΝΑΓΚΑΣΤΟΣ
Transliteration A: akatanánkastos Transliteration B: akatanankastos Transliteration C: akatanagkastos Beta Code: a)katana/gkastos

English (LSJ)

ἀκατανάγκαστον, not compulsory, Diogenian. Epicur.3.61, Porph. ap. Eus.PE5.10.

Spanish (DGE)

-ον
1 no coaccionado, no obligado, libre Diogenian.Epicur.3.61, εἰ γὰρ δὴ ἀβίαστον καὶ ἀκατανάγκαστον καὶ πάντων κρεῖττον τὴν φύσιν ἀπαθὲς ὂν καὶ ἐλεύθερον τὸ θεῖον Eus.PE 5.9, cf. Porph. en Eus.PE 5.10
innecesario, no exigido διὰ τὸ μέτρου Eust.961.35.
2 adv. -ως sin obligar, sin coacción Chrys.M.52.836.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατανάγκαστος: -ον, ὁ μὴ ἀναγκαστικός, ὁ μὴ ἠναγκασμένος, ἑκούσιος, Εὐσ. Εὐαγ. Πρ. 196D, 199A.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατανάγκαστος, -ον) καταναγκάζω
1. αυτός που δεν είναι αναγκαστικός, που δεν επιβάλλεται με τη βία
2. όποιος δεν υπόκειται σε εξαναγκασμό.

German (Pape)

ungezwungen, Sp.