ἀκρόχειρον
From LSJ
Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid
English (LSJ)
τό, = ἄκρα χείρ hand, Ptol.Alm.7.5, al., Gal.UP2.2; τὰ τῶν ἀγαλμάτων ἀ. SIG2754.6, cf. Hymn.Id.Dact.13.
Spanish (DGE)
-ου, τό
anat. extremo del brazo, e.e. mano Gal.3.91, Ptol.Alm.7.5, 8.1, τὰ ἀκρόχειρα τῶν ἀγαλμάτων SIG2 754.6 (Pérgamo, imper.)
•tb. ref. al extremo de la mano, e.d. la parte de los cuatro dedos extendidos, Sor.2.6.130.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρόχειρον: το, τὸ ἄκρον τῆς χειρός, Πτολ. τόμ. Β΄, σ. 40.
Greek Monolingual
ἀκρόχειρον, το (Α)
το άκρο του χεριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + χείρ.