ἀμαυροφανής
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
English (LSJ)
(φαίνομαι) dimly gleaming, of the moon, Stoic. 2.198.
Spanish (DGE)
-ές
tenue, borroso τὸ φῶς τῆς σελήνης Chrysipp.Stoic.2.198.
German (Pape)
[Seite 117] ές, dunkel schimmernd, Stob. ecl. 1 p. 556.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμαυροφᾰνής: (φαίνομαι) ἡ ἀμυδρῶς φαινομένη, περὶ τοῦ φωτισμοῦ σελήνης, ἀμαυροφανές, ἀεροειδὲς γάρ, Στωϊκ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 556.
Greek Monolingual
ἀμαυροφανής, -ές (Α)
(για το φεγγάρι) αυτός που λάμπει αδύναμα, αμυδρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμαυρὸς + -φανής < ἐφάνην, φαίνω(-ομαι)].