ἀμβλωτικός

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμβλωτικός Medium diacritics: ἀμβλωτικός Low diacritics: αμβλωτικός Capitals: ΑΜΒΛΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: amblōtikós Transliteration B: amblōtikos Transliteration C: amvlotikos Beta Code: a)mblwtiko/s

English (LSJ)

ἀμβλωτική, ἀμβλωτικόν, producing abortion, φάρμακα Gal.17(1).799.

Spanish (DGE)

-ή, -όν medic. abortivo φάρμακα Gal.17(1).799.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμβλωτικός: -ή, -όν, = κατάλληλος ὅπως προκαλέσῃ ἀποβολὴν ἐμβρύου, Γαλην.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀμβλωτικός, -ή, -όν) ἀμβλῶ
αυτός που προκαλεί άμβλωση ή χρησιμοποιείται σ' αυτήν.