αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαι → fruitful plants show it straightaway
adv.sans reproche.Étymologie: ἀμώμητος.
ἀμωμήτως: безукоризненно, безупречно Her.
intachablemente