ἀνίσχιος
From LSJ
τὰ ἐν τῷ σώματι ἀποκρινόμενα → bodily secretions
English (LSJ)
ἀνίσχιον, without prominent haunches, Arist.HA499b1.
Spanish (DGE)
-ον
que no tiene caderas τὰ τετράποδα Arist.HA 499b1, cf. PA 689b27.
German (Pape)
(ἰσχίον) ohne fleischige Hüften, Arist. H.A. 2.1.
Russian (Dvoretsky)
ἀνίσχιος: лишенный мясисгых частей, сухопарый (σκέλη Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνίσχιος: -ον, ὁ μή ἔχων σαρκώδη ίσχία, ὁ ἔχων τὰ σκέλη ἄσαρκα, ἐπὶ πτηνῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 28.
Greek Monolingual
ἀνίσχιος, -ον (Α)
(για πουλιά) αυτός που έχει άσαρκα σκέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + -ισχιος < ισχίον «η κοιλότητα που υποδέχεται την κεφαλή του μηρού, η κοτύλη»].