ἀνακτητικός

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακτητικός Medium diacritics: ἀνακτητικός Low diacritics: ανακτητικός Capitals: ΑΝΑΚΤΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anaktētikós Transliteration B: anaktētikos Transliteration C: anaktitikos Beta Code: a)nakthtiko/s

English (LSJ)

ἀνακτητική, ἀνακτητικόν, recuperative: ἀνακτητικόν· γλήχων, Hsch. (cf. ἀνακτάομαι 1.2).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que hace recobrarse σίκυς ... ἀνακτητικὸς λειποθυμιῶν Dsc.2.135.
2 subst. bot. τὸ ἀνακτητικόν = poleo, Mentha pulegium L., ἀνακτητικόν· γλήχων Hsch.

German (Pape)

[Seite 194] geschickt wieder zu erlangen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακτητικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἀνάρρωσιν, ἀμφ. παρὰ Διοσκορ.