ἀνεκφοίτητος

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεκφοίτητος Medium diacritics: ἀνεκφοίτητος Low diacritics: ανεκφοίτητος Capitals: ΑΝΕΚΦΟΙΤΗΤΟΣ
Transliteration A: anekphoítētos Transliteration B: anekphoitētos Transliteration C: anekfoititos Beta Code: a)nekfoi/thtos

English (LSJ)

ἀνεκφοίτητον, not proceeding or emanating: hence, inseparable from.., τὰ μέρη τῶν ὅλων Procl. inTi.1.6 D., in Prm.p.634 S.; τοῦ ὅλου Dam.Pr.289; τοῦ ἑυός ib.59; ἀπὸ [τῆς οὐσίας] ib. 66; ἑαυτῆς Eustr.in EN40.8.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no procede o es separable τὰ μέρη τῶν ὅλων ἐστὶν ἀ. Procl.in Ti.1.6, ἀ. τὰ δεύτερα τῶν πρώτων Procl.in Prm.816.24, cf. Dam.Pr.59, 289, Syrian.in Metaph.109.25, ἐκεῖθεν Procl.in Cra.112.7
c. prep. ἐνέργειαι τῇ οὐσίᾳ συμπαγεῖς καὶ ἀνεκφοίτητοι ἀπ' αὐτῆς Dam.Pr.66
frec. en escritores crist., de la Trinidad, Dion.Ar.DN M.3.640D, del Hijo con relación al Padre, Meth.Sym.et Ann.M.18.356B, del Espíritu Santo ἀ. πατρὸς καὶ υἱοῦ Io.D.M.94.821C.
2 adv. -ως inseparablemente Eustr.in EN 40.8, Dion.Ar.DN M.3.649B.

German (Pape)

[Seite 221] nicht ausgehend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεκφοίτητος: -ον, μὴ εἰθισμένος νὰ ἐξέρχηται, ἀκοινώνητος, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Τίμ. σ. 2. - Ἐπίρρ. -τως Ἀθανάσ. τόμ. Β΄, σ. 421, Ἀνδρ. Κρήτ. σ. 136, Διον. Ἀεροπ. σ. 177, 179, 250, 266, Νικήτ. Βυζ. 785Β, κλπ.