ἀνεξελέγκτως

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
sans pouvoir être surpris.
Étymologie: ἀνεξέλεγκτος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεξελέγκτως: неуличимо, не оставляя возможности уличить: ἀ. ἐξαπατᾶν τινα Xen. ловко обмануть кого-л.

Spanish

sin refutación posible