ἀνθρίσκος

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source

German (Pape)

[Seite 234] ὁ, eine Kranzblume, Poll. 6, 106.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρίσκος: ὁ, «στεφάνου ἄνθος» Ἡσύχ., Πολυδ. ϛ΄, 106.