ἀνισάζω
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
equalize, Hp.Vict.3.85, Arist.IA708b14, Cael.293a2:—Pass., ib.297b12.
Spanish (DGE)
equilibrar abs. el ejercicio físico y la alimentación, Hp.Vict.3.85.1, cf. Arist.Cael.293a2
•c. ac. οὕτω γὰρ <ἄν> αὑτῶν ἀνισάζειν τε δύναιντο τὸ βάρος Arist.IA 708b14, cf. Hp.Vict.3.68.10, en v. pas. Arist.Cael.297b12.
German (Pape)
gleichmachen, ausgleichen, Arist. Nicom. 7.10.
Russian (Dvoretsky)
ἀνῐσάζω: выравнивать Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνῐσάζω: ἰσάζω, ἐξισώνω, τὰ ὄψα ἀνισάζειν, τὰ ἑφθὰ τοῖσι ὀπτοῖσι Ἱππ. 368. 2· ἵνα ἀνισάζῃ τὴν θατέρου ὑπερβολὴν θάτερον Ἀριστ. π. Ζῴων Μορ. 2. 7, Οὐρ. 2. 12, 14, καὶ ἀλλαχοῦ: ― Παθ., ἀνισαζομένων τῶν ἐλαττόνων ὑπὸ τῶν μειζόνων αὐτόθι 2. 14, 15.