θάτερον
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
English (LSJ)
crasis of τὸ ἕτερον (the other, the one of two); v. ἕτερος.
German (Pape)
[Seite 1188] (genauer θἄτερον geschrieben), τό, att. = τὸ ἕτερον, wie θάτερα = τὰ ἕτερα imasc. ἅτερος, θἀτέρου, θἀτέρῳ, gew. ohne die Koronis geschrieben, erst Sp. sagen θάτερος, von Thom. Mag. getadelt, vgl. Luc. Pseudol. 291; δυοῖν λόγοιν σε θατέρῳ δωρήσομαι Aesch. Prom. 780; ἢ θάτερον δεῖ δυστυχεῖν ἢ θάτερον Eur. Ion 849; oft bei Plat., Gegensatz ταὐτόν Soph. 254 d. Bes. ἐπὶ θάτερα, auf die andere, entgegengesetzte Seite, τοτὲ μὲν ἐπὶ θάτερα, τοτὲ δ' ἐπὶ θάτερα τοὺς λόγους ἕλκων, bald hier-, bald dorthin, Soph. 259 c; ἐκ μὲν τοῦ ἐπὶ θάτερα, von der entgegengesetzten Seite her, Prot. 314 e, wie Thuc. 7, 37; Xen. An. 5, 4, 10, oft; Sp., ἐκ μὲν θατέρου μέρους, ἐκ δὲ θατέρου, Pol. 5, 46, 1. Euphemistisch für κακόν, wie Dem. 22, 12 sagt ἀγαθὰ ἢ θάτερα, ἵνα μηδὲν εἴπω φλαῦρον; vgl. Plat. Euthyd. 280 e Phaed. 114 e.
French (Bailly abrégé)
v. ἕτερος.
Russian (Dvoretsky)
θάτερον: = τὸ ἕτερον.
Greek (Liddell-Scott)
θάτερον: ἴδε ἐν λ. ἕτερος.
Greek Monotonic
θάτερον: κράση αντί τὸ ἕτερον.