ἀνταναστρέφω

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταναστρέφω: ἀναστρέφω ὀπίσω, Κλήμ. Ἀλ. 160.

Spanish (DGE)

recaer fig. repercutir αὗται (δόξαι) αὖθις πρὸς ἡμᾶς ἀνταναστρέφουσι, καθάπερ πρὸς τὸν βάλλοντα ἡ σφαῖρα Clem.Al.Paed.1.13.103.