ἀνταναστρέφω
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταναστρέφω: ἀναστρέφω ὀπίσω, Κλήμ. Ἀλ. 160.
Spanish (DGE)
recaer fig. repercutir αὗται (δόξαι) αὖθις πρὸς ἡμᾶς ἀνταναστρέφουσι, καθάπερ πρὸς τὸν βάλλοντα ἡ σφαῖρα Clem.Al.Paed.1.13.103.