ἀντιζηλία

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιζηλία Medium diacritics: ἀντιζηλία Low diacritics: αντιζηλία Capitals: ΑΝΤΙΖΗΛΙΑ
Transliteration A: antizēlía Transliteration B: antizēlia Transliteration C: antizilia Beta Code: a)ntizhli/a

English (LSJ)

ἡ, rivalry, Vett.Val.39.27, Heph.Astr.2.28.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ rivalidad Vett.Val.39.27, Heph.Astr.2.30.22.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιζηλία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

η (Α ἀντιζηλία)
1. η αμοιβαία αντίθεση μεταξύ ατόμων που διεκδικούν το ίδιο πράγμα
2. ο ανταγωνισμός.