ἀντιφάσκω

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιφάσκω Medium diacritics: ἀντιφάσκω Low diacritics: αντιφάσκω Capitals: ΑΝΤΙΦΑΣΚΩ
Transliteration A: antipháskō Transliteration B: antiphaskō Transliteration C: antifasko Beta Code: a)ntifa/skw

English (LSJ)

contradict, ἑαυτῷ Olymp.in Mete.181.11; to be in contradiction, Simp.in Ph.1155.28; τὰ ἀντιφάσκοντα contradictories, Id.in Cat.44.21, cf. 19.21; ὁ ἀντιφάσκων the opponent in argument, Phld.Po.2.54.

Spanish (DGE)

contradecir ἑαυτῷ Olymp.in Mete.181.11
oponerse τὸ γενητὸν ... πρὸς τὸ ἀγένητον Simp.in Ph.1155.33, de proposiciones τὰ ἀντιφάσκοντα Simp.in Cat.44.21, cf. 19.21
ὁ ἀντιφάσκων el oponente en una discusión, Phld.Po.B.27.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιφάσκω: ἀντιλέγω, ἀναιρῶ, τὰ ἀντιφάσκοντα, τὰ ἀντιφατικά, τὰ ἀντίθετα, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. σ. 44. 37 Brandis. 2) ἀποκρίνομαι, τούτοις Χαρικλῆς ἀντέφασκε τοιάδε Νικήτ. Εὐγέν. 6. 170, κτλ.

Greek Monolingual

ἀντιφάσκω)
νεοελλ.
λέω το αντίθετο από αυτό που είπα προηγουμένως, αναιρώ τους λόγους μου
αρχ.
1. αντιλέγω
2. αποκρίνομαι.