ἀνόδευτος
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
English (LSJ)
ἀνόδευτον,
A impassable, Aq.Je.18.15; πεζῇ φήσαντος ἀνόδευτα εἶναι στρατοπέδοις Str.16.4.23, cf. App.BC4.106.
II trackless, χεῦμα Hedyl. ap. Str.14.6.3; ἐρημίαι Lyd.Mag.1.50.
Spanish (DGE)
-ον
1 intransitable ὁδός Aq.Ie.18.15 (Auct.), de lugares πεζῇ ... ἀνόδευτα ... στρατοπέδοις Str.16.4.23, cf. App.BC 4.106.
2 que carece de caminos χεῦμα Hedyl. en Str.14.6.3, ἐρημίαι Lyd.Mag.1.50.
German (Pape)
[Seite 239] unwegsam, χεῦμα, vom Meere, Hedyl. bei Strab. 14, 5, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνόδευτος: -ον, ἀδιάβατος, ἀνόδευτον χεῦμα Ἡδύλος παρὰ Στράβ. 683.
Greek Monolingual
ἀνόδευτος, -ον (Α) οδεύω
αδιάβατος, άβατος, αυτός από τον οποίο δεν μπορεί κανείς να διαβεί, να περάσει.