ἀποκολπόομαι

From LSJ

καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκολπόομαι Medium diacritics: ἀποκολπόομαι Low diacritics: αποκολπόομαι Capitals: ΑΠΟΚΟΛΠΟΟΜΑΙ
Transliteration A: apokolpóomai Transliteration B: apokolpoomai Transliteration C: apokolpoomai Beta Code: a)pokolpo/omai

English (LSJ)

Pass., form a bay, Arist.Mu.393a26.

Spanish (DGE)

formar un golfo del Océano Atlántico ἀποκολπούμενος τρία ποιεῖ πελάγη Arist.Mu.393a26.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκολπόομαι: παθ., σχηματίζω κόλπον, ἐπὶ θάτερα δὲ οὐχ ὁμοίως ἀποκολπούμενος τρία ποιεῖ πελάγη Ἀριστ. π. Κόσμ. 3. 9.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκολπόομαι: образовывать залив (ὁ Ὠκεανὸς ἀποκολπούμενος τρία ποιεῖ πελάγη Arst.).