ἀποκρυφή

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκρῠφή Medium diacritics: ἀποκρυφή Low diacritics: αποκρυφή Capitals: ΑΠΟΚΡΥΦΗ
Transliteration A: apokryphḗ Transliteration B: apokryphē Transliteration C: apokryfi Beta Code: a)pokrufh/

English (LSJ)

ἡ, hiding-place, LXX Jb. 22.14, al.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 escondrijo νέφη ἀποκρυφὴ αὐτοῦ las nubes son su escondrijo LXX Ib.22.14, cf. 2Re.22.12, Aq.Ps.31.7.
2 ocultación Ἄρειος δὲ σάρκα μόνην πρὸς ἀποκρυφὴν τῆς θεότητος ὁμολογεῖ Ath.Al.M.26.1136C.

German (Pape)

[Seite 309] ἡ, Verborgenheit, Schlupfwinkel, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκρῠφή: ἡ, μέρος διὰ κρύψιμον, κρυπτήριον, Ἑβδ. (Ἰὼβ. κβ΄, 14 κ. ἀλλ.).

Greek Monolingual

ἀποκρυφή, η (AM) αποκρύπτω
μσν.
κρύψιμο, απόκρυψη
αρχ.
μέρος κατάλληλο για κρύψιμο.