ἀποσκεπής

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκεπής: -ές, ἄνευ σκεπάσματος, ἀσκεπής, γυμνός, Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 37.

Spanish (DGE)

-ές
descubierto, destapado χὡς θῆρες βαίνεσκον ἀποσκεπέεσι μέλεσσιν Orac.Sib.1.37.