ἀποσκεπής

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκεπής: -ές, ἄνευ σκεπάσματος, ἀσκεπής, γυμνός, Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 37.

Spanish (DGE)

-ές
descubierto, destapado χὡς θῆρες βαίνεσκον ἀποσκεπέεσι μέλεσσιν Orac.Sib.1.37.