πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food
-ῶ :seul. f. ἀπουρήσω et part. ao. ἀπούρας;c. ἀπαυράω.Étymologie: v. ἀπαυράω.