ἀπόζυμος
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
English (LSJ)
ἀπόζυμον, in a state of fermentation, Hp.Prorrh.2.23.
Spanish (DGE)
-ον revuelto, alterado, γαστήρ Hp.Prorrh.2.23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόζῡμος: -ον, εὑρισκόμενος ἐν καταστάσει ζυμώσεως, Ἱππ. Προρρ. 105.