ἀρρενοτόκος

From LSJ

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρενοτόκος Medium diacritics: ἀρρενοτόκος Low diacritics: αρρενοτόκος Capitals: ΑΡΡΕΝΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: arrenotókos Transliteration B: arrenotokos Transliteration C: arrenotokos Beta Code: a)rrenoto/kos

English (LSJ)

ἀρρενοτόκον, bearing male children, Arist.GA723a27.

Spanish (DGE)

-ον
que pare hijos varones ὥσπερ ἐξ ἀγόνων γόνιμοι, οὕτω καὶ ἐκ θηλυτόκων ἀρρενοτόκοι Arist.GA 723a27, μετὰ γυναικείου γάλακτος ἀρρενοτόκου Gal.14.519.

German (Pape)

männliche Junge gebärend, Diosc.

Russian (Dvoretsky)

ἀρρενοτόκος: Arst. = ἀρρενογόνος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρενοτόκος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ ἄρρενα τέκνα τίκτουσα, ἀρρενογόνος, Ἀριστ. π. Ζ. 1. 18, 21.

Greek Monolingual

ἀρρενοτόκος, -ον (Α)
(για γυναίκα) αυτή που γεννά αρσενικά παιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + -τοκος < τίκτω.