ἀσυνάντητος

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυνάντητος Medium diacritics: ἀσυνάντητος Low diacritics: ασυνάντητος Capitals: ΑΣΥΝΑΝΤΗΤΟΣ
Transliteration A: asynántētos Transliteration B: asynantētos Transliteration C: asynantitos Beta Code: a)suna/nthtos

English (LSJ)

ἀσυνάντητον, not to be met, unsocial, Hsch. s.v. ἀξύμβλητον.

Spanish (DGE)

-ον que no admite trato Hsch.s.u. ἀξύμβλητον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυνάντητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ συναντήσῃ, ἀκοινώνητος, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀξύμβλητον.

Greek Monolingual

και ασυναπάντητος, -η, -ο
εκείνος τον οποίο δεν συναντά κανείς.