στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
αφής και απής (AM ἀφ' ἧς, Μ και ἀφῆν και ἀπῆν)αφότου, από τότε πουνεοελλ.1. όταν2. αφού, επειδή.