ἀπῆν

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source

French (Bailly abrégé)

v. ἄπειμι¹.

Russian (Dvoretsky)

ἀπῆν: impf. к ἄπειμι I.

Greek Monolingual

αφής και απής (AM ἀφ' ἧς, Μ και ἀφῆν και ἀπῆν)
αφότου, από τότε που
νεοελλ.
1. όταν
2. αφού, επειδή.