ἁμᾶ
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
English (LSJ)
Dor. for ἅμα, Pi.O.3.21, IG5(1), Ar.Lys.1318, Call.Lav.Pall. 75, Theoc.9.4. (ἁμᾷ Hdn.Gr.1.489; ἅμᾳ Thphr. Metaph.6, al. (cod. opt.).)
German (Pape)
[Seite 114] od. ἁμᾷ, dor. = ἅμα, Pind.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμᾶ: Δωρ. ἀντὶ ἅμα, Πινδ. Ο. 3. 64 καὶ ἀλλ., Ἀριστοφ. Λυσ. 1318, Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 75, Θεόκρ. 9. 4. (Ὁ Ahrens, Δωρ. δ. σ. 372, γράφει ἁμᾷ).
English (Slater)
ᾰμᾱ (Dor. = ἅμα: ἁμᾷ alii, cf. Herodian., 1. 489. 16f. L.)
1 together
a adv. ἁγνὰν κρίσιν καὶ πενταετηρίδ ἁμᾶ θῆκε (O. 3.21) ἁμᾶ δ' ἔφθαρεν (P. 3.36) πίτναν τἐς αἰθέρα χεῖρας ἁμᾶ (N. 5.11) Μοῖσά τοι κολλᾷ χρυσόν, ἔν τε λευκὸν ἐλέφανθ' ἁμᾶ (N. 7.78)
b prep. c. dat. together with φιάλαισι ἅς ποθ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν θεμιπλέκτοις ἁμᾶ Λατοίδα στεφάνοις (Vogt: ἅμα Σ: ἀμφὶ codd.) (N. 9.52)
Greek Monotonic
ἁμᾶ: ή ἁμᾷ, Δωρ. αντί ἅμα.