Ἀμύκλαθεν

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
d'Amyclées.
Étymologie: Ἀμύκλαι, -θεν.

English (Slater)

̆αμύκλαθεν from Amyklai Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα σὺν Ὀρέστᾳ Αἰολέων στρατιὰν χαλκεντέα δεῦρ' ἀνάγων (sc. Πείσανδρος) (N. 11.34)

Spanish (DGE)

(Ἀμύκλᾱθεν)
• Prosodia: [ᾰ-]
adv. de Amiclas Pi.N.11.34.

Middle Liddell

from Amyclae, Pind.