ἐγκαταθνήσκω

From LSJ

ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example

Source

German (Pape)

[Seite 705] (s. θνήσκω), darin sterben, Ap. Rh. 2, 834.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαταθνήσκω: μέλλ. -θᾰνοῦμαι, ἀποθνήσκω ἔν τινι, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 834.

Greek Monolingual

ἐγκαταθνῄσκω (Α)
πεθαίνω μέσα σε κάποιον χώρο.