ἐγκατεῖδον

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source

French (Bailly abrégé)

v. ἐγκαθοράω.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκατεῖδον: aor. 2 к ἐγκαθοράω.