ἐκμαργόομαι

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκμαργόομαι Medium diacritics: ἐκμαργόομαι Low diacritics: εκμαργόομαι Capitals: ΕΚΜΑΡΓΟΟΜΑΙ
Transliteration A: ekmargóomai Transliteration B: ekmargoomai Transliteration C: ekmargoomai Beta Code: e)kmargo/omai

English (LSJ)

go raving mad, ἐξεμαργώθης φρένας E.Tr.992.

Spanish (DGE)

enloquecer de deseo c. ac. de rel. ὃν εἰσιδοῦσα ... ἐξεμαργώθης φρένας E.Tr.992.

Russian (Dvoretsky)

ἐκμαργόομαι: сходить с ума: ἐξεμαργώθης φρένας Eur. ты обезумел(а).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμαργόομαι: παραφρονῶ εἰς τὸν ὕψιστον βαθμὸν τῆς μανίας, ἐξεμαργώθης φρένας Εὐρ. Τρῳ 992.

Greek Monotonic

ἐκμαργόομαι: Παθ., παραφρονώ, ξετρελαίνομαι, σε Ευρ.

Middle Liddell

Pass. to go raving mad, Eur.