ἐκπτερόομαι
From LSJ
Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible
English (LSJ)
to be furnished with wings, Hp.Vict.1.25 (f.l. for ἐκπυρούμενα).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπτερόομαι: κτῶμαι πτέρυγας, Ἱππ. 347. 19· δι. γραφ. ἐκπυρούμενα, ὅπερ φαίνεται ὅτι ἀπαιτεῖ ἡ ἔννοια.