ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly
ἐκτίνῡμι: ἐκτίνω, Διόδ. 16. 29, καὶ μεταγεν.
ἐκτίνῡμι: Diod. = ἐκτίνω.
[ῡ], = ἐκτίννυμι.