ἐκτίνυμι

From LSJ

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτίνῡμι: ἐκτίνω, Διόδ. 16. 29, καὶ μεταγεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτίνῡμι: Diod. = ἐκτίνω.

German (Pape)

[ῡ], = ἐκτίννυμι.