ἐλυτροειδής
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
English (LSJ)
sheath-like, ἐλυτροειδὴς χιτών = tunica vaginalis of the testicles, tunica vaginalis testiculi, Cels. 7.18, Antyll. ap. Orib. 44.23.75, Ruf. Onom. 197 (written ἐρυθροειδής Gal. 18(2).998).
Spanish (DGE)
-ές
• Grafía: graf. ἐρυθροειδής Gal.7.36, 18(2).998
anat. parecido a una funda o envoltorio esp. ἐλυτροειδὴς χιτών = túnica albugínea de los testículos, Cels.7.18, Gal.9.416, Antyll. y Heliod. en Orib.44.20.75, Ruf.Onom.197, ὑμήν Paul.Aeg.6.62.1
•subst. ὁ ἐλυτροειδής Orib.25.49.3, Paul.Aeg.6.62.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλῠτροειδής: ὅμοιος ἐλύτρῳ, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. ΙΙΙ. 634, 1, Παῦλ. Αἰγ. 258.· ― ἄλλ. ἐρυθροειδής ἢ καὶ ἐρυτροειδής, ἴδε Greenhill Θεόφιλ. σ. 337.